- ἐκεχείριον
- ἐκεχείριον, τό,A travelling allowance for
θεωροί
who announce a sacred truce, Inscr. Magn.33.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεωροί
who announce a sacred truce, Inscr. Magn.33.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο … Dictionary of Greek